- εμποροπλοίαρχος
- ο (θηλ. εμποροπλοιαρχίνα)1. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού2. το θηλ. η γυναίκα εμποροπλοιάρχου3. εμποροκαπετάνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμποροπλοίαρχος — ο θηλ. ίνα 1. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. 2. εμποροκαπετάνιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμποροκαπετάνιος — ο 1. καπετάνιος πλοίου και συγχρόνως έμπορος, ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου που φορτώνει εμπορεύματα για λογαριασμό του και τά πωλεί στα διάφορα λιμάνια όπου καταπλέει 2. εμποροπλοίαρχος … Dictionary of Greek
Βαρβάκης, Ιωάννης — (Ψαρά 1745; – Ζάκυνθος 1825). Εθνικός ευεργέτης. Νεαρός ακόμα εμποροπλοίαρχος, πρωτοστάτησε στην αποστασία των Ψαριανών από τον τουρκικό ζυγό και στην προσχώρησή τους στο απελευθερωτικό κίνημα του στρατηγού Ορλόφ, που είχε τότε κατεβεί επικεφαλής … Dictionary of Greek
Βλάμης, Δρόσος — Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Ήταν εμποροπλοίαρχος από το Γαλαξίδι και όταν άρχισε η Επανάσταση, πήρε μέρος με Κεφαλονίτες και Γαλαξιδιώτες στον αποκλεισμό του κόλπου της Πάργας και της Ναυπάκτου. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1821 καταστράφηκε το… … Dictionary of Greek
Κιοσές — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Στην περίοδο του Αγώνα πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες με τον υδραίικο στόλο. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως εμποροπλοίαρχος στην Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία, όπου υπηρέτησε στα ατμόπλοια… … Dictionary of Greek
Παναγιωτάκις — Επώνυμο αγωνιστών από την Ανώπολη των Σφακιών. 1. Αναγνώστης. Εμποροπλοίαρχος. Πήρε μέρος στην επαναστατική συνέλευση στα Γλυκά Νερά των Σφακιών τον Απρίλιο του 1821. Εκλέχτηκε αρχηγός των Σφακιών και έδρασε σε ολόκληρη τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Σαχίνης — Επώνυμο ναυτικής οικογένειας της Ύδρας, της οποίας σπουδαιότερα μέλη ήταν οι επόμενοι: 1. Δημήτριος (1759 1808). Ναυτικός, γιος του Αντώνιου Κιοσσέ. Υπηρέτησε τον τουρκικό στόλο με το σκάφος του. Εξαιτίας της δραστηριότητας και ταχύτητας του στη… … Dictionary of Greek
Τσαμαδός, Αναστάσιος — Ναυμάχος του 1821 (Ύδρα 1774 – Σφακτηρία 1825). Ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του πάρωνα Άρης, μετέτρεψε το πλοίο του στην Επανάσταση σε πολεμικό, το εξόπλισε με 12 πυροβόλα και το επάνδρωσε με πλήρωμα 82 αντρών. Πριν από την Επανάσταση ήταν… … Dictionary of Greek